- υψωτικός
- -ή, -ό / ὑψωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [υψωτής]νεοελλ.αυτός που συντελεί στην ύψωση («η αύξηση τής τιμής τού δολαρίου προκάλεσε υψωτικές τάσεις στην αγορά»)αρχ.αυτός που περιέχει την εξύμνηση ενός πλανήτη («ζῴδιον ὑψωτικόν», Βέττ. Βάλ.).
Dictionary of Greek. 2013.